- λειψερός
- -ή, -ό1. ελλιπής, με ελλείψεις2. (για πρόσ.) διανοητικά ανάπηρος, πνευματικά ανεπαρκής, ανισόρροπος3. (για ποταμό, ρυάκι ή πηγή) αυτός που έχει λίγο νερό4. (για τα ετήσια βρόχινα ύδατα) ανεπαρκής, όχι άφθονος5. (για βιοτικούς πόρους) πενιχρός, ανεπαρκής, πτωχός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + κατάλ. -ερός (πρβλ. μισ-ερός)].
Dictionary of Greek. 2013.